-
1 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
2 потеря
η απώλει/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потеря
-
3 намин
-а α. (για ζώα) πληγή, πλήγιασμα από τριβή. -
4 истирание
-я ουδ.1. τριβή, τρίψιμο, φθορά από την τριβή.2. τριφτότητα, αντοχή στην τριβή. -
5 истирание
1. (от частого употребления) η φθορά (από την τριβή) 2 (изглаживание, уничтожение) η εξαφάνιση 3. (размельчение) η τριβή, το τρίψιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > истирание
-
6 протереть
ρ.σ.μ.1. φθείρω με την τριβή, τρυπώ•он -р рукава на локтях αυτός τρύπησε τα μανίκια στους αγκώνες.
2. τρίβω, καθαρίζω•протереть окно тряпкой καθαρίζω το παράθυρο με το πανί.
3. μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια•протереть сыр сквозь тртку τρίβω το τυρί στον τρίφτη.
εκφρ.протереть глаза – α) τρίβω τα μάτια, ξυπνώ, β) συνέρχομαι, αναθυμούμαι, γ) σπαταλώ•протереть с песком ή песочком кого – κατσαδιάζω κάποιον, τρίβω την κασίδα.1. φθείρομαι, τρυπιέμαι από την τριβή.2. (απλ.) στριμώχνομαι•протереть сквозь толпу στριμώχνομαι στο πλήθος.
-
7 стереть
сотру, сотршь, παρλθ. χρ. стр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стртый, βρ: стрт, -а, -о,επιρ. μτχ. стерев κ. стрши; ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, σφουγγίζω• καθαρίζω•пыль с мебели παίρνω τη σκόνη από το έπιπλο•
стереть пудру с лица σκουπίζω το πρόσωπο από την πούδρα.
|| σβήνω, εξαλείφω•стереть рисунок резиной σβήνω το ιχνογράφημα με τη γομολάστιχα.
|| μτφ. εξαφανίζω.2. ξύνω• φθείρω, χαλνώ με την τριβή.3. τρίβω.εκφρ.стереть с лица земли – εξαφανίζω από το πρόσωπο της γης.σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
9 натереть
-тру, -тршь, παρλθ. χρ. натр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натртый, βρ: -трт, -а, -о,επιρ. μτχ. натеревκ. натршиρ.σ.μ.1. τρίβω•натереть грудь мазью τρίβω το στήθος με αλοιφή.
|| αλείφω•натереть кожу вазелином αλείφω το δέρμα με βαζελίνη.
2. γυαλίζω τρίβοντας•натереть пол воском τρίβω το πάτωμα με κηρί.
3. βλάπτω, προξενώ βλάβη τρίβοντας•натереть себе мозоли на руках κάνω κάλους στα χέρια από το τρίψιμο•
натереть себе пузыри на ногах κάνω φουσκάλες στα πόδια από την τριβή.
4. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•натереть сыр τρίβω τυρί.
τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.) -
10 подработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω ακόμα• ετοιμάζω•подработать резолюцию ετοιμάζω την απόφαση.
2. εργαζόμενος παραπάνω κερδίζω περισσότερα•подработать деньги δουλεύω παραπάνω για να βγάλω περισσότερα χρήματα.
φθείρομαι από τη χρήση, από την τριβή. -
11 изношенность
-и θ.φθορά, τριβή, πάλιωμα (από τη χρήση). -
12 набить
-бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•
чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•
набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.
2. μπήγω, χτυπώ•набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•
набить сваи μπήγω πασσάλους.
3. βάζω, περνώ χτυπώντας•набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.
4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•
набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•
пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.
5. πατώ, κάνω συνεκτικό•путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.
6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.
|| ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.
8. σπάζω (πολλά)•набить посуды σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά).
9. παρασύρω, ρίχνω•набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.
10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώεκφρ.набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•набить себе цену – επιδείχνομαι•набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.
-
13 потёртость
-и θ.φθορά από την τριβή• το λιώσιμο. || τριμμένο μέρος.
См. также в других словарях:
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
τριβή — η 1. η τρίψη, το τρίψιμο. 2. η αντίσταση που συναντά ένα σώμα όταν κινείται σε επαφή με ένα άλλο. 3. η φθορά από την τριβή, φάγωμα, λιώσιμο: Έμεινε μισό από την τριβή. 4. μτφ., εμπειρία από την άσκηση, η πείρα: Έχει τριβή σ αυτά τα θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
λείωμα — λείωμα, ατος, τὸ (Α) [λειώ] αυτό που προέρχεται από τριβή ή από κοπάνισμα ή από τήξη ή από σύνθλιψη, το λειώμα («τὰ ἄκρατα λειώματα» χρώματα ζωγραφικής που παρασκευάζονταν από κύανο με τριβή, Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
τρίβος — η, ΝΜΑ και τρίβος, ὁ, Α 1. πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῡ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ) 2. (γενικά) δρόμος αρχ. 1. δρόμος που έχει πατηθεί 2. τριβή, προστριβή («τρίβος κρηπῑδος», Αρετ.) 3 … Dictionary of Greek
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… … Dictionary of Greek
φάγωμα — το, ατος 1. η λήψη τροφής, η σίτιση: Πολύ χορτάσαμε με τέτοιο φάγωμα που κάναμε. 2. διάβρωση, φθορά από τριβή ή από διαβρωτική ενέργεια: Από τις βροχές ο δρόμος έχει φαγώματα. 3. μτφ., διένεξη, λογομαχία, φαγωμάρα, γκρίνια: Απ το πρωί ως το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)